πύσμα

πύσμα
-ατος, τὸ, Α
1. ερώτηση που απαιτεί απλή και σύντομη απάντηση
2. ερωτηματικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ-σμα < θ. πυθ- τού πυ-ν-θάνομαι + επίθημα -σμα (πρβλ. πεῖ-σμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πύσμα — question neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυσμάτων — πύσμα question neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσμασι — πύσμα question neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσμασιν — πύσμα question neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσματα — πύσμα question neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσματι — πύσμα question neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσματος — πύσμα question neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυσματικός — ή, όν, Α [πύσμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πύσμα*, ερωτηματικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πυσματικά ερωτηματικά μόρια. επίρρ... πυσματικῶς Α με πυσματικό τρόπο, ερωτηματικά …   Dictionary of Greek

  • πύσμαδε — Α επίρρ. (σχετικά με δικαστή) για την παροχή πληροφοριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύσμα «ερώτηση» + επιρρμ. κατάλ. δε (βλ. λ. δε [Ι])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”